εφαμαρτάνω

εφαμαρτάνω
ἐφαμαρτάνω (Α)
1. οδηγώ, παραπλανώ κάποιον σε αμαρτία, κάνω κάποιον να αμαρτήσει («πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῑν τὸν Ἰούδαν», ΠΔ)
2. αμαρτάνω, πέφτω σε σφάλμα
3. αποτυγχάνω στον στόχο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμαρτάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐφαμαρτάνω — ἐπί ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg ἐπί ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφάμαρτος — ἐφάμαρτος, ον (Μ) [εφαμαρτάνω] 1. αυτός που αποδοκιμάζεται από την ηθική, ο σφαλερός, ο ανήθικος («ἐφάμαρτος συνήθεια», Στουδ. Θεόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποπέσει σε σφάλμα, σε παράπτωμα, ο αμαρτωλός 3. το ουδ. ως ουσ. τo ἐφάμαρτον η… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՆՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի, ցուցեալ.) NBH 2 0328 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ն. ἑκαμαρτάνω, ἑφαμαρτάνω, ἀμαρτάνω peccare facio, ad peccandum induco. Տալ յանցանել. մեղուցանել. մեղք խօթել. *Եթէ քահանայապետն օծեալ մեղանչիցէ առ ʼի զժողովուրդն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”