- εφαμαρτάνω
- ἐφαμαρτάνω (Α)1. οδηγώ, παραπλανώ κάποιον σε αμαρτία, κάνω κάποιον να αμαρτήσει («πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῑν τὸν Ἰούδαν», ΠΔ)2. αμαρτάνω, πέφτω σε σφάλμα3. αποτυγχάνω στον στόχο μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμαρτάνω].
Dictionary of Greek. 2013.